DH t(r)ip της Παρασκευής_40 | Το φαινόμενο των immersive exhibitions: Μια νέα μορφή ψηφιακής μνημειακότητας
Ο όρος immersive προέρχεται από το ρήμα immerse που στα αγγλικά έχει διπλή σημασία. Στην κυριολεκτική του σημασία σημαίνει εμβαπτίζω ή βυθίζω ένα αντικείμενο κάτω από την επιφάνεια ενός υγρού στοιχείου. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κατάσταση της ολοκληρωτικής απορρόφησης ή της «βύθισης» κάποιου σε μια δραστηριότητα. Από αυτήν τη δεύτερη μεταφορική σημασία του ρήματος προκύπτει το επίθετο immersive το οποίο σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί ως «συναρπαστικός», «καθηλωτικός» ή «επιβλητικός». H ιδέα των immersive exhibitions υπόσχεται ακριβώς αυτό. Μια συναρπαστική, δηλαδή, εμπειρία «εμβύθισης» σ’ ένα μη στατικό εικαστικό περιβάλλον το οποίο εκδιπλώνεται και αναδιπλώνεται διαρκώς μέσω προβολέων στον τρισδιάστατο χώρο και σε τεράστιες επιφάνειες χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων υπό τη συνοδεία μουσικής ή ψηφιακά επεξεργασμένων ήχων. Εντός αυτών των ειδικά διαμορφωμένων χώρων προβολής, η ενεργοποίηση του βλέμματος δεν είναι πια ο μόνος όρος προσέγγισης του έργου το οποίο λόγω των διαστάσεων και της χωροταξικής του διάταξης δεν «χωρά» ούτε μέσα στο πεδίο της περιφερειακής όρασης επιβάλλοντας την ενεργοποίηση ενός μεγαλύτερου φάσματος των αισθητηριακών δυνατοτήτων του θεατή.
Αυτού του είδους η ψηφιακή, διαδραστική τέχνη βρήκε μόλις πέρυσι μια μόνιμη μουσειακή στέγη στο MoriBuilding Digital Art Museum του Τόκυο, εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην εργασία της ομάδας teamLab Borderless. Εδώ ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να περιπλανηθεί μέσα σ’ ένα ψηφιακό διαδραστικό τοπίο από φωσφορίζοντες καταρράκτες, απόκοσμα δάση, ψυχεδελικά λιβάδια και ανθρώπινα ολογράμματα το οποίο ζωντανεύει χάρη σε 520 υπολογιστές και 470 προτζέκτορες υψηλής τεχνολογίας, ενώ έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να «αντιδρά» στα «εξωτερικά» ερεθίσματα χάρη στη λειτουργία ειδικών αισθητήρων κίνησης. Από μια σκοπιά, ο όρος immersive ο οποίος παραπέμπει στην έννοια της εμβύθισης είναι στην προκειμένη περίπτωση απολύτως ταιριαστός μιας και η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την αργή κίνηση των ολογραμμάτων σε συνθήκες πλήρους συσκότισης θυμίζει αρκετά αυτήν ενός ενυδρείου. Η διαφορά είναι ότι εδώ ο θεατής «βυθίζεται» σ΄ ένα τεραστίων διαστάσεων ψηφιακό καλειδοσκόπιο το οποίο αντί για κάτοπτρα χρησιμοποιεί υπολογιστές και πανίσχυρους προτζέκτορες.
Η φυσική σχέση του θεατή με το έργο, σχέση η οποία επί αιώνες επέβαλλε παραδοσιακά την εξ αποστάσεως στατική μετωπική παρατήρηση, δεν είναι πια η ίδια. Οι όροι της έχουν αλλάξει εξαιτίας μιας νέας μορφής ψηφιακής μνημειακότητας η οποία κυριολεκτικά καταπίνει τον αποσβολωμένο θεατή ακυρώνοντας τα όρια του δισδιάστατου καμβά, τα όρια μεταξύ διαφορετικών έργων που εκτίθενται μαζί στον ίδιο χώρο, τα όρια της επιτρεπτής απόστασης ανάμεσα στον θεατή και το έργο ή ακόμα –όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι δημιουργοί αυτών των ψηφιακών τοπίων– τα όρια μεταξύ εκείνων που τα ατενίζουν από κοινού. Άλλωστε, η ίδια η ονομασία της ομάδας (teamLab Borderless) είναι εδώ απολύτως δηλωτική ενός καλλιτεχνικού προγράμματος που μοιάζει μέσω της άρσης των ορίων να υπόσχεται στον θεατή ένα ψηφιακά αναδημιουργημένο ωκεάνειο αίσθημα σε αντάλλαγμα για τη χαμένη προνομιακή του εποπτεία.
Ωστόσο, η πιο επιτυχημένη με όρους επισκεψιμότητας τέτοια απόπειρα είναι με διαφορά εξωθεσμική και ανήκει στους παραγωγούς –ο όρος επιμελητές δεν είναι στην προκειμένη περίπτωση απολύτως δόκιμος– της γαλλικής εταιρείας Culturespaces, υπεύθυνης για τη λειτουργία δύο τέτοιων χώρων διαμορφωμένων για να φιλοξενούν immersive exhibitions, ο πρώτος στην κωμόπολη Baux de Provence της Νότιας Γαλλίας (Carrières de Lumières σε λειτουργία από το 2012) και ο δεύτερος στο Παρίσι (Atelier des lumières). Σ’ έναν μακροσκελή κατάλογο καλλιτεχνών (Gauguin, Manet, Renoir, Chagal, Picasso, Ραφαήλ, Μιχαήλ Άγγελος, Λεονάρντο ντα Βίντσι κ.α.) οι οποίοι από το 2012 είχαν αποτελέσει αντικείμενο των immersive exhibitions του Carrières de Lumières, ήρθαν να προστεθούν και τα πάντα προσοδοφόρα ονόματα των Klimt και Van Gogh εκτοξεύοντας την εμπορική επιτυχία του Atelier des lumières και στο Παρίσι. Για μια σχετική ποσοτική ανάγνωση αυτής της εμπορικής επιτυχίας ας σημειωθεί απλώς εδώ ότι το Atelier des lumières το οποίο εγκαινίασε για πρώτη φορά τη λειτουργία του τον Απρίλιο του 2018 στον βιομηχανικό χώρο ενός παλιού χυτηρίου στο Παρίσι με μία έκθεση αφιερωμένη στον Gustave Klimt υποδέχτηκε μέσα στο πρώτο εξάμηνο περί τους 650.000 επισκέπτες όταν την ίδια στιγμή η προσέλευση επισκεπτών στις σημαντικές ιστορικές εκθέσεις του Λούβρου («Vermeer et les maîtres de la peinture de genre») ή του Orsay («Au-delà des étoiles. Le paysage mystique») κυμαινόταν μεταξύ 320.000 και 450.000.
Αυτού του είδους η ψηφιακή διαδραστική τέχνη έχει εξ αρχής συλληφθεί ειδικά για να λειτουργεί και να εκτίθεται μόνο σύμφωνα με την εκθεσιακή λογική των immersive exhibitions. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτός ο τρόπος εκθεσιακής παρουσίασης εφαρμόζεται σε εμβληματικά έργα της δυτικής ζωγραφικής παράδοσης ή σε έργα καθ’ όλα ξένα προς οποιαδήποτε λογική ψηφιακών μέσων; Το φαινόμενο, παρ’ ό,τι πρόσφατο, έχει ήδη εισβάλει στις αίθουσες σημαντικών μουσείων όπως το National Art Center του Τόκιο επ΄ αφορμή της έκθεσης «Bonnard. The never ending summer» και το μουσείο Guggenheim στο Μπιλμπάο το οποίο τον Δεκέμβριο του 2018 σύστησε μάλιστα για τον σκοπό μια ειδική γκαλερί που εισάγει τον επισκέπτη στην ιστορία του μουσείου και στα εκθέματα της μόνιμης συλλογής.
Ως ενός σημείου οι εκθέσεις αυτές χρωστούν την εμπορική τους επιτυχία σε λόγους που συνδέονται με την ιστορική σημασία των καλλιτεχνών στους οποίους αφιερώνονται και οι οποίοι λειτουργούν σταθερά ως πόλοι έλξης ενός ευρύτερου και όχι απαραίτητα φιλότεχνου κοινού. Υπάρχει, ωστόσο, εδώ μία ειδική παράμετρος που σχετίζεται ακριβώς με τους ίδιους τους όρους έκθεσης και τελικά με τη μαζικοποίηση που χαρακτηρίζει το φαινόμενο των immersive exhibitions. Οι εκθέσεις αυτές μνημειοποιούν με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας έργα της δυτικής ζωγραφικής παράδοσης των οποίων ο εμβληματικός ιστορικός χαρακτήρας φαντάζει στα μάτια του μη ειδικού κοινού που συνωστίζεται μπροστά τους στα μεγάλα μουσεία, ασύμμετρος ως προς τις πραγματικές και απογοητευτικά μικρές φυσικές τους διαστάσεις. Μέσω των immersive exhibitions ο μέσος θεατής μπορεί να αντικρύζει στις υπερμεγέθεις αυτοπροσωπογραφίες του Van Gogh και στα πολλαπλάσια zoom in του «Φιλιού» τον ψηφιακά γιγαντωμένο μύθο των δημιουργών τους. Κι έτσι η ψηφιακή τεχνολογία έρχεται εδώ να προσαρμόσει το έργο στις διαστάσεις της ιστορικής-συμβολικής του σημασίας «φιλοξενώντας» ό,τι ο δισδιάστατος ταπεινός καμβάς δεν μπορεί να χωρέσει.
Συνεργάτες: Χριστίνα Δημακοπούλου
Επιμέλεια: Γεράσιμος Χρυσοβιτσάνος