DH t(r)ip της Παρασκευής_93 | Συλλέγοντας δεδομένα στον αναλογικό κόσμο

Εάν η συλλογή δεδομένων ή η διαχείριση της άυλης πληροφορίας αποτελούν χαρακτηριστικά της ψηφιακής τέχνης της εποχής μας, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι υπάρχουν καλλιτέχνες οι οποίοι επιχείρησαν με «αναλογικά» μέσα να κινηθούν προς μία ανάλογη κατεύθυνση, συχνά με κριτική διάθεση. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Ιταλός Alighiero Boetti (1940-1994), ένας καλλιτέχνης που αρχικά συνδέθηκα με την Arte Povera. Ο Boetti παρότι συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις της ομάδας, τράβηξε γρήγορα τον δικό του δρόμο καθώς τα ενδιαφέροντά του δεν εστίαζαν στη χρήση του υλικού, έστω και φτωχού, αλλά μάλλον στην παράκαμψή του. Για τον Boetti, η συνεργασία μεταξύ άγνωστων μεταξύ τους «χρηστών», η ανωνυμία του δημιουργού, ακόμη και η ενσωμάτωση του τυχαίου ή και του λάθους, στοιχεία που συναντάμε στη ψηφιακή τέχνη, αποτελούν θεμελιώδεις καλλιτεχνικές αρχές.

Ο Alighiero Boetti ασχολήθηκε από την αρχή ‒και μόνιμα‒ με έννοιες, όπως η γλώσσα, τα σημεία, η καταλογογράφηση. Στο έργο του Διακήρυξη [εικ. 1] του 1967, ο Boetti εγκλείει διά μιας όλα αυτά τα δεδομένα. Δίπλα στο κατάλογο των ονομάτων μελών της ομάδας (και του δικού του) παραθέτει κωδικοποιημένα σύμβολα, νοηματικά σημεία που διαμορφώνουν διαφορετικούς ποιοτικούς συσχετισμούς ως προς ό,τι διακρίνει το έργο κάθε καλλιτέχνη. Ωστόσο, ο κώδικας παραμένει μυστικός, όπως ένας άγνωστος γλωσσικός κώδικας ‒ θρυλείτο ότι η ερμηνεία του κώδικα είχε κατατεθεί σε συμβολαιογράφο. Όμως, ακόμη και η γνώση μίας γλώσσας δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι επιτρέπει στον χρήστη της να διεισδύσει στο νόημα του κόσμου. Η γλώσσα δεν είναι διαφανής, αλλά μία σύμβαση με πολλούς περιορισμούς, όπως καθιστούν φανερό, όχι μόνο τα κωδικοποιημένα σημεία της Διακήρυξης, αλλά και τα ίδια τα ονόματα της αριστερής στήλης που δεν λένε τίποτε για τα άτομα στα οποία παραπέμπουν ‒ κάποια από αυτά, μάλιστα, ακόμη εντελώς άγνωστα στο ευρύ κοινό.

Ο Boetti δεν ενδιαφερόταν για τη συνεργατική παραγωγή, όπου δύο ή περισσότερα άτομα συζητούν και μοιράζονται ιδέες, αλλά για μία τέχνη όπου οι κατασκευαστές δεν έχουν άμεση επαφή μεταξύ τους, ίσως μάλιστα και να μην γνωρίζονται καν. Μετά την πρώτη του επίσκεψη στην Καμπούλ το 1971, όπου θα ανοίξει ξενοδοχείο με το όνομα OneHotel, θα αναθέσει σε ντόπιους αφγανούς υφαντουργούς την παραγωγή κεντημάτων, ενθαρρύνοντάς τους να αποκλίνουν από τον αρχικό σχεδιασμό που ο ίδιος πρότεινε.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το έργο του 1971, με τίτλο 11 Ιουλίου 2023 – 16 Δεκεμβρίου 2040 [εικ. 2], η υποτιθέμενη χρονολογία θανάτου του καλλιτέχνη και η εκατονταετηρίδα από τη γέννησή του, ή οι παγκόσμιοι κεντητοί χάρτες όπου συχνά εμπεριέχουν λάθη στον χρωματισμό που οφείλονται στην πρωτοβουλία όσων τους κέντησαν [εικ. 3].

Έστω και εάν ο Boetti άφηνε εντελώς ελεύθερους όσους εκτελούσαν το έργο ‒στην περίπτωση του 11 Ιουλίου 2023 – 16 Δεκεμβρίου 2040 δεν είχε θέσει ως όρο κατασκευής παρά μόνο τις χρονολογίες‒, είναι εκείνος ο οποίος καρπωνόταν τα οφέλη της παραγωγής, εφόσον το έργο παρουσιαζόταν υπό το δικό του όνομα. Ο Boetti είχε, φυσικά, από νωρίς συνείδηση αυτού του προβλήματος. Στο έργο με τίτλο Δίδυμοι [εικ. 4] του 1968, προκειμένου να περιπλέξει την ταυτότητά του, κατέφυγε στο τέχνασμα του αναδιπλασιασμού· μία μέθοδο, την οποία ακολουθούσε συχνά ως ένα είδος γλωσσικής ταυτολογίας που οδηγεί, όπως κάθε ταυτολογία, στην εξουδετέρωση του νοήματός της. Εδώ, μέσω φωτομοντάζ, αναδιπλασιάζει τον εαυτό του ‒ οι δύο μορφές κρατιούνται, μάλιστα, σφιχτά χέρι-χέρι. Προσθέτοντας κάποτε τον σύνδεσμο και (e) μεταξύ του ονόματος και του επιθέτου του, αποκαλείται Alighiero e Boetti ‒ο Alighiero και ο Boetti‒, καθιστώντας φανερό, έστω και με αντιφατικό τρόπο, ότι σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ανωνυμία, τόσο η ταυτότητα του καλλιτέχνη όσο και το καθεστώς του έργου τέχνης πρέπει να τοποθετηθούν σε μία εντελώς νέα βάση.

Το έργο Τα χίλια μακρύτερα ποτάμια του κόσμου του Alighiero Boetti και της Annemarie Sauzeau, συζύγου του Boetti που συνεργάστηκε μαζί του στη δημιουργία αυτού του μακροσκελούς καταλόγου αποτελούν ένα ακόμη ενδιαφέρον δείγμα της παράξενης τέχνης του Ιταλού καλλιτέχνη. Η εργασία των Boetti και Sauzeau πήρε χρόνια να ολοκληρωθεί (1970-1977) και να καταγραφεί σε ένα βιβλίο (1977) με πάνω από 1.000 σελίδες χωρίς εικόνες [εικ. 5], μόνο με τις βασικές πληροφορίες ανά σελίδα: όνομα, πηγές, εκβολές, μήκος κάθε ποταμού.

Η καταγραφή αποτυπώθηκε και σε δύο υφαντά [εικ. 6] (ΜοΜΑ και Museum für Moderne Kunst, Φρανκφούρτη, 1982), αφήνοντας φυσικά αναπάντητα ερωτήματα: πώς να μετρηθεί το μήκος ενός ποταμού όταν οι πηγές είναι άγνωστες; Πώς θα μπορούσε κανείς να αρχειοθετήσει το νερό;
Είναι προφανές ότι το ανούσιο της καταγραφής, πέρα από την αναγωγή στις φυσικές επιστήμες του 19ου αιώνα, μιμείται και τις γραφειοκρατικές μεθόδους ελέγχου των σύγχρονων κοινωνιών, εντός των οποίων οι άνθρωποι αναλώνονται στη συλλογή στοιχείων χωρίς κανένα νόημα ‒συχνά, με δήθεν αλάνθαστο επιστημονικό τρόπο‒, με μόνο στόχο την κατανάλωση του δημιουργικού τους χρόνου σε άχρηστες και αλλοτριωτικές διαδικασίες. Αυτή η πρώιμη κριτική του Boetti σε όψεις του ψηφιακού μας κόσμου σε μια εποχή κατά την οποία παρόμοιες διαδικασίες βρίσκονταν ακόμη εν τω γεννάσθαι, αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του «προφητικού» έργου του.
Συγγραφή: Η ομάδα της ΑΣΚΤ
Επιμέλεια: Ελένη Βερναρδάκη