Όψεις της βίωσης του πολέμου, της κατοχής και της αντίστασης καταγραφή γεγονότων, μαρτυρίες πτυχών που η επίσημη ιστορία αποσιωπά ή καθυστερεί να αναδείξει καταγράφονται σε γραπτές και προφορικές μαρτυρίες καθώς και σε επίσημα έγγραφα του πολέμου ή της μεταπολεμικής περιόδου. Τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία μας επιτρέπουν να επεξεργαστούμε σε πολλαπλά επίπεδα τις πηγές αυτές, αλλά είναι σημαντικό καταρχήν να τις αναδεικνύουμε και να γίνονται προσιτές στο ευρύ κοινό και την επιστημονική κοινότητα σε πλατφόρμες ανοιχτής πρόσβασης. Στο επίπεδο της πολιτικής διπλωματικής ιστορίας χαρακτηριστική είναι η βάση δεδομένων Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944 που βρίσκεται στο ηλεκτρονικό αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών. Η βάση καλύπτει την περίοδο από την πρώτη μέρα της ιταλικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας έως την εγκατάσταση της ελληνικής κυβέρνησης στην απελευθερωμένη Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1944 όπως καταγράφεται στα έγγραφα της αρχειακής σειράς του βρετανικού υπουργείου εξωτερικών FO 371.
Εάν η συλλογή δεδομένων ή η διαχείριση της άυλης πληροφορίας αποτελούν χαρακτηριστικά της ψηφιακής τέχνης της εποχής μας, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι υπάρχουν καλλιτέχνες οι οποίοι επιχείρησαν με «αναλογικά» μέσα να κινηθούν προς μία ανάλογη κατεύθυνση, συχνά με κριτική διάθεση. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Ιταλός Alighiero Boetti (1940-1994), ένας καλλιτέχνης που αρχικά συνδέθηκα με την Arte Povera. Ο Boetti παρότι συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις της ομάδας, τράβηξε γρήγορα τον δικό του δρόμο καθώς τα ενδιαφέροντά του δεν εστίαζαν στη χρήση του υλικού, έστω και φτωχού, αλλά μάλλον στην παράκαμψή του. Για τον Boetti, η συνεργασία μεταξύ άγνωστων μεταξύ τους «χρηστών», η ανωνυμία του δημιουργού, ακόμη και η ενσωμάτωση του τυχαίου ή και του λάθους, στοιχεία που συναντάμε στη ψηφιακή τέχνη, αποτελούν θεμελιώδεις καλλιτεχνικές αρχές.
Το ζήτημα της χρήσης εικονικής πραγματικότητας (VR) επανέρχεται εμφατικά καθώς τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Microsoft, η Meta και η Apple επενδύουν στο spatial computing ενισχύοντας μία τάση που έχει ήδη διαγράψει μια πορεία με αξιοσημείωτα αποτελέσματα στο χώρο των πολιτισμικών οργανισμών. Μιλώντας στους New York Times o Bruno David, διευθυντής του National Museum of Natural History στο Παρίσι ανέφερε αναφορικά με τη χρήση της εικονικής πραγματικότητας στα μουσεία: «Το κοινό έρχεται στα μουσεία να δει πραγματικά αντικείμενα, γιατί αυτά είναι φορτισμένα με συναίσθημα». Τα αντικείμενα όμως από μόνα τους δεν μπορούν να προσφέρουν στο κοινό αυτό που αναζητούν ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες σήμερα: εμπειρίες. Γι’ αυτό το λόγο ο ίδιος εισήγαγε στο μουσείο που διευθύνει μία μόνιμη εγκατάσταση εικονικής πραγματικότητας για να μπορέσουν οι επισκέπτες να βιώσουν φαινόμενα όπως το βόρειο σέλας ή την αίσθηση μιας υποβρύχιας κατάδυσης στην Αρκτική.
Η ανάγκη των μουσείων να παρουσιάσουν στο κοινό τους εκθέματα με ένα εντελώς νέο τρόπο αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια συνεχώς αναπτυσσόμενη τάση. Ακολουθώντας την τάση αυτή το μουσείο του Λούβρου εγκαινίασε την πρώτη εμπειρία εικονικής πραγματικότητας Mona Lisa Beyondthe Glass. Μια ψηφιακή έκθεση (;) που δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να εμβυθιστούν σε ένα από τα πιο γνωστά έργα τέχνης και να ανακαλύψουν με καινοτόμο τρόπο τις τεχνικές που ο επίσης καινοτόμος για την εποχή του Λεονάρντο ντα Βίντσι χρησιμοποίησε για τη δημιουργία του. Παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί και η έκθεση της Tate Gallery Modigliani VR: The Ochre Atelier στην οποία το κοινό μπορούσε να περιηγήθεί στο ατελιέ του Μοντιλιάνι σχεδόν εκατό χρόνιά μετά με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας.
Η διάρκεια στον χρόνο που μπορούν να προσφέρουν τεχνολογίες όπως η εικονική πραγματικότητα η οποία εμπλουτίζει την εμπειρία φυσικών εκθέσεων, είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό που προσδίδουν τα ψηφιακά μέσα σε εκθέσεις. Ένα παράδειγμα αποτελεί η έκθεση No Spectators: The Art of Burning Man, στην Renwick Gallery σε μια προσπάθεια να παρασταθεί μέρος του γνωστού φεστιβάλ ελεύθερης έκφρασης που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο τον Αύγουστο στην έρημο της Νεβάδα. Το Smithsonian American Art Museum συμπεριέλαβε μια VR εμπειρία στην έκθεση που αφιέρωσε σε αυτό τον θεσμό, η οποία παρέμεινε διαθέσιμη στο κοινό και μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης.
Τέλος η χρήση της εικονικής πραγματικότητας έχει ήδη φέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την ύπαρξη μη φυσικών μουσείων. Το Kremer Museum είναι ένα τέτοιο παράδειγμα καθώς 70 έργα Ολλανδών και Φλαμανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα εκτίθενται σε ένα ψηφιακό χώρο χωρίς να συνυπάρχουν σε μία φυσική συλλογή. Γεγονός που καθιστά την συλλογή προσβάσιμη από όλους, ανεξαρτήτως απόστασης και σωματικής κατάστασης.
Οι προβληματισμοί που εγείρονται με τη χρήση της εικονικής πραγματικότητας σε εκθέσεις πολιτιστικών οργανισμών είναι πολλοί και εκφράζονται αρκετά συχνά στο πλαίσιο της συζήτησης για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στο συγκεκριμένο χώρο. Προσφέρουν όντως μοναδικές εμπειρίες; Εμπλουτίζουν τις πληροφορίες που μπορεί να λάβει ο επισκέπτης για ένα αντικείμενο; Το μεγαλύτερο ερώτημα βέβαια παραμένει: αν το κοινό θα εξακολουθεί να προσέρχεται στα μουσεία ή θα προτιμήσει να απολαύσει μια έκθεση από την άνεση του σπιτιού του με τα μέσα που προσφέρει η τεχνολογία. Η απάντηση μπορεί να βρεθεί στη φράση που αναφέρθηκε στην αρχή του DH t(r)ip: «Το κοινό έρχεται στα μουσεία να δει πραγματικά αντικείμενα, γιατί αυτά είναι φορτισμένα με συναίσθημα» Bruno David.
Σε μια εποχή που η ψηφιακότητα –και ειδικότερα το επίθετο «ψηφιακός,-ή,-ό»– αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μας, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, οφείλουμε ως επιστήμονες να προωθούμε τις έρευνές μας προς τις ανάγκες του μέλλοντος. Έτσι, και η λεξικογραφία, ως κλάδος της γλωσσολογίας, η οποία ασχολείται με τον τρόπο σύνταξης λεξικών αλλά και γενικότερα με τη δομή τους (μακροδομή, μικροδομή), τις τελευταίες δεκαετίες έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ψηφιακά/ηλεκτρονικά.
Η συζήτηση γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) δεν είναι σαφώς καινούργια και δεν πρόκειται να φθίνει σύντομα. Οι εξελίξεις βέβαια και το σύνολο των φόβων που εκφράζονται γύρω από αυτήν είναι αναπόφευκτες και σε πολλές περιπτώσεις νομιμοποιημένες. Σε αυτό το πλαίσιο δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος και ο χώρος της Τέχνης, των Μουσείων, και πιο συγκεκριμένα, της φωτογραφίας.
Η ταχεία εξέλιξη τεχνολογιών που άπτονται της τεχνιτής νοημοσύνης έχει ήδη δώσει τα τελευταία χρόνια ισχυρά δείγματα γραφής ωθώντας τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει σε επίπεδα που δεν ήταν δυνατό να φανταστεί κανείς πριν. Η ανακοίνωση και κυκλοφορία του ChatGPT από την OpenAI το 2022 καθώς και η ανακοίνωση σχεδόν ένα χρόνο μετά από την ίδια εταιρεία ότι «το ChatGPT μπορεί τώρα να δει, να ακούσει και να μιλήσει» έφεραν την εξελιγμένη αυτή τεχνολογία πιο κοντά στο ευρύ κοινό, ενώ παράλληλα οδήγησαν στην αλλαγή του τρόπου σχεδιασμού της πολιτικής που ακολουθούν πολιτισμικοί οργανισμοί και μουσεία, καθώς και της οργάνωσης εκθέσεων.
Ποιος είναι ο ρόλος των κειμενικών σπουδών και ειδικότερα της εκδοτικής των κειμένων στην ψηφιακή εποχή; Δεν αρκεί η ψηφιοποίηση των πρωτογενών κειμενικών πηγών; Κι όμως, τις τελευταίες δεκαετίες η συζήτηση γύρω από φιλολογικές, ιστορικο-κριτικές εκδόσεις τεκμηρίων της παγκόσμιας γραμματείας γνωρίζει νέα άνθιση, ακριβώς χάρη στην ψηφιακή συνθήκη. Η ίδια η εκδοτική εργασία (μια διανοητική εργασία πάνω στο κείμενο-πηγή, την ιστορία του και την υλικότητά του) αναγνωρίζεται όχι ως έργο μετατροπής γλωσσικών δεδομένων σε μηχαναγνώσιμη μορφή, αλλά ως μια διαδικασία που η ίδια παράγει (δομημένα) δεδομένα, δηλαδή γνώση. Το μέλλον της ψηφιακής εκδοτικής είναι η δικτύωση αυτής της γνώσης μέσα από την υιοθέτηση ανοικτών προτύπων.
Οι αισθήσεις μας είναι οι πύλες μας στο παρελθόν. Πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αίσθηση, η όσφρησή μας συνδέεται άμεσα με τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις μας. Ενώ τα μουσεία ανακαλύπτουν σιγά-σιγά τη δύναμη των πολυαισθητηριακών παρουσιάσεων, δεν έχουμε τα επιστημονικά πρότυπα, τα εργαλεία και τα δεδομένα για να αναγνωρίσουμε και να προωθήσουμε αποτελεσματικά τον σημαντικό ρόλο που έχουν τα αρώματα και οι οσμές στην πολιτιστική μας κληρονομιά. Με βάση τις παραπάνω ανάγκες δημιουργήθηκε η Odeuropa, μια διαδικτυακή βάση δεδομένων με αρώματα από την Ευρώπη του 16ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο, έργο χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ, που στοχεύει να εξερευνήσει την ιστορία της όσφρησης στην Ευρώπη μέσα από το πρίσμα της ψηφιακής πολιτιστικής κληρονομιάς. Με την εφαρμογή τεχνικών τεχνητής νοημοσύνης αιχμής (AI) το έργο επιδιώκει να αποτυπώσει την πλούσια ταπετσαρία των οσφρητικών εμπειριών που έχουν διαμορφώσει τους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς με την πάροδο του χρόνου. Η Odeuropa κυκλοφόρησε επίσημα, την μηχανή αναζήτησης Smell Explorer, η οποία προσφέρει πληροφορίες για το πώς μύριζε το παρελθόν, καθώς και πώς οι άνθρωποι περιέγραψαν, απεικόνισαν και βίωσαν αυτές τις μυρωδιές, και την Εγκυκλοπαίδεια του Smell History and Heritage, με συμμετοχές που κυμαίνονται από εσωτερικούς χώρους αυτοκινήτων έως καφενεία.
Η έννοια του εφήμερου ψηφιακού αρχείου απασχόλησε επισταμένως την UNESCO στην έκθεση με τίτλο “Charter on the Preservation of Digital Heritage” το 2003. Το πολιτισμικό περιεχόμενο που δημιουργείται και καταναλώνεται στον ψηφιακό χώρο δεν μπορεί να παραλειφθεί, αφού θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού. Μεθοδολογίες διάσωσης του ψηφιακού χώρου αναπτύχθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1990 με σκοπό να διατηρηθούν οι αποτυπώσεις των διαφορετικών μορφών αρχειακού περιεχομένου, όπως η περίπτωση του “Internet Archive”. Το «Internet Archive» και συγκεκριμένα η πλατφόρμα “Wayback Machine” είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με στόχο τη διάσωση της ιστορικότητας ιστοσελίδων σε περιοδικά διαστήματα. Επίσης, αποθηκεύονται στην πλατφόρμα οπτικοακουστικά αρχεία, καθώς και εκπαιδευτικό υλικό. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παραδείγματα αποτελεί η συστηματική αρχειοθέτηση λογισμικών ως πνευματικών και πολιτισμικών προϊόντων από τη “Software Heritage” το 2016. Η αρχειοθέτηση περιλαμβάνει κάθε είδους λογισμικό, ακόμα και τον κώδικα θεωρούμενο ως αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού.
Η ψηφιοποίηση των έντυπων περιοδικών λόγου και τέχνης στην Ελλάδα ξεκίνησε στο πλαίσιο της ψηφιακής διάσωσης εκδόσεων που διέθεταν οι κάθε είδους βιβλιοθήκες (δημόσιες/δημοτικές και ιδιωτικές, κεντρικές και περιφερειακές, γενικές και επιστημονικές/ειδικές) πριν από 25 περίπου χρόνια. Με τη στήριξη συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων ενίσχυσης του ψηφιακού πολιτισμού, διατήρησης της πολιτισμικής μνήμης και κληρονομιάς, και απελευθέρωσης της προσβασιμότητας στα καλά φυλαγμένα κειμενικά και άλλα κειμήλια και τεκμήριά της μέσω της ηλεκτρονικής τους διακίνησης και της διαδικτυακής τους διάθεσης, οι υπεύθυνοι βιβλιοθηκών και αρχείων καθώς και οι εποπτεύουσες αρχές τους έδωσαν προτεραιότητα στην ψηφιοποίηση παλαιών και σπάνιων βιβλίων αλλά και περιοδικών εκδόσεων. Στα πρώτα στάδια αυτής της διαδρομής δεν ακολουθήθηκαν κοινά πρωτόκολλα και αρκετές εργασίες ψηφιοποίησης έγιναν χωρίς συστηματικότητα, διασφάλιση της ποιότητας, κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών/συντελεστών και επαρκή επιστημονική/φιλολογική εποπτεία, με αποτέλεσμα μια διάσπαρτη πανσπερμία ψηφιοποιημένου υλικού. Ειδικά για τα περιοδικά λόγου και τέχνης συχνά εντοπίζονταν το φαινόμενο της αποσπασματικής ψηφιοποίησης ενός περιοδικού εντύπου, με τρόπο τυχαίο (όσων τευχών απόκειντο σε μια βιβλιοθήκη ή ένα αρχείο). Σήμερα, με την εμπειρία που αποκτήθηκε στο μεταξύ, διαθέτουμε σημαντικούς διαδικτυακούς κόμβους (ψηφιακές συλλογές) ελεύθερης πρόσβασης σε πλήρεις σειρές περιοδικών εντύπων του παρελθόντος, απώτερου και πρόσφατου, με πολύ καλή τεκμηρίωση, συστηματικά και επιμελημένα μεταδεδομένα, σε λειτουργικά περιβάλλοντα αναζήτησης για τον ερευνητή και τον αναγνώστη.
Στις αρχές του 21ου αιώνα έκανε την εμφάνισή του ο όρος crowdsourcing (πληθοπορισμός), μια πρακτική συλλογής πληροφοριών ή και υπηρεσιών από μεγάλες ομάδες ανθρώπων με ή χωρίς αμοιβή. Η ραγδαία αύξηση των νέων τεχνολογιών και η εξοικείωση των ανθρώπων με τα τεχνολογικά μέσα σύντομα έδωσε μεγάλη ώθηση σε αυτή την τάση. Σύντομα, ο πληθοπορισμός αξιοποιήθηκε από πολιτιστικούς οργανισμούς οι οποίοι απηύθυναν κάλεσμα προς το ευρύ κοινό να προσφέρουν γνώσεις, δεξιότητες και χρόνο σε project που απαιτούσαν μεγάλο όγκο εργασίας. Σε παλιότερο DHt(r)ip έχει γίνει αναφορά στα πρώτα project που πολύ σύντομα αναδύθηκαν και εκμεταλλεύτηκαν τις δυνατότητες που προσέφερε η συνεργατική αυτή πρόκληση. Ωστόσο, αξίζει να διερευνηθεί η χρήση αυτής της πρακτικής σε ελληνικά project σήμερα, καθώς και να ιδωθεί ο πληθοπορισμός με μία αναστοχαστική διάθεση για τον τρόπο που μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένα περιβάλλον συνεχούς τεχνολογικής εξέλιξης.
Το «Παρατηρητήριο για την Ελληνική Επανάσταση 1821» αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καταγραφής αρχειακού περιεχομένου σε ένα δίγλωσσο (ελληνικά/αγγλικά) ψηφιακό περιβάλλον που αφορά τη δημόσια ιστορία. Το Παρατηρητήριο έχει ως βασικό του σκοπό να καταγράψει τους τρόπους και τις διαδικασίες μέσω των οποίων η κοινωνία του 21ου αιώνα αντιλαμβάνεται την Ελληνική Επανάσταση μέσω των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την έναρξή της. Καταγράφει, λοιπόν, την πρόσληψη και τη νοηματοδότηση ενός ιστορικού γεγονότος στο σήμερα από το σύνολο μιας κοινωνίας ξεπερνώντας το χωρικό πλαίσιο της Ελλάδος και παρακολουθώντας τις αναφορές που έγιναν για το συγκεκριμένο θέμα σε όλο τον κόσμο.
Στην Ευρώπη, αλλά και διεθνώς, οι εμβυθιστικές τεχνολογίες δεν έχουν εφαρμοσθεί ευρέως σε ιστορικά αμφιλεγόμενες τοποθεσίες. Ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι η Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα (1941-1944) έχει επηρεάσει το δημόσιο διάλογο και έχει εμπνεύσει καλλιτεχνικές εκθέσεις και παραστάσεις, οι τόποι μνήμης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου παραμένουν αόρατοι.
Το Έργο έρευνας και ανάπτυξης «Μπλοκ 15» επικεντρώνεται στο θρυλικό Μπλοκ 15 του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης Χαϊδαρίου στη Δυτική Αθήνα, το μεγαλύτερο και πιο διαβόητο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην πολεμική Ελλάδα, ως ένα παράδειγμα ενός σχεδόν παραμελημένου τόπου «δύσκολης» κληρονομιάς και επιχειρεί να καταστήσει το κτίριο και την ιστορία του προσβάσιμα στο ευρύ κοινό μέσω της χρήσης εμβυθιστικών τεχνολογιών.
Η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών σε πολιτιστικούς οργανισμούς αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα σε όλα τα στάδια τεκμηρίωσης, οργάνωσης, παρουσίασης του υλικού που ο κάθε οργανισμός έχει στην κατοχή του. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία των «αφανών» εργασιών οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση των συλλογών οποιοδήποτε περιεχομένου (αρχείων, αντικειμένων κλπ.), εντούτοις, η έκθεση των πολιτιστικών αγαθών είναι το σημείο συνάντησης των οργανισμών αυτών με το κοινό τους. Οι τεχνολογικές εξελίξεις, στον τομέα της οργάνωσης εκθέσεων, πέρα από τις νέες δυνατότητες που προσφέρουν στους επιμελητές των εκθέσεων στον τρόπο που αφηγούνται τις ιστορίες, προσελκύουν περισσότερους επισκέπτες ενισχύοντας το ενδιαφέρον μεγαλύτερου εύρους κοινού μέσα από τη συμμετοχική διαδικασία που προσφέρει η επαυξημένη πραγματικότητα. Η εφαρμογή προσθέτει ψηφιακό περιεχόμενο σε αντικείμενα που εκτίθενται φυσικά σε μία έκθεση είτε προσθέτει ψηφιακά τα ίδια τα αντικείμενα σε χώρο που βρίσκεται ο χρήστης της εφαρμογής. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι αναμφισβήτητα εντυπωσιακό, εγείροντας ταυτόχρονα προβληματισμούς για την απορρόφηση των επισκεπτών από το τεχνολογικό μέσο και την εξοικείωση των μεγαλύτερων ηλικιών με αυτό.
Η παραδοσιακή εικόνα του μοναχικού λόγιου που προήγε τη γνώση για την κοινωνία του παρελθόντος, για την ιστορία, τις τέχνες και τη γλώσσα, έχει θαμπώσει τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν πρόκειται βέβαια να εκλείψει όσο η ανάγκη για έρευνα ή/ και ακαδημαϊκή εξέλιξη αποτελούν πολύ ισχυρό κίνητρο για προσωπικές επιδόσεις και διακρίσεις. Έχει όμως θαμπώσει γιατί έχει κάνει την εμφάνισή του ένα εναλλακτικό παράδειγμα. Μεταφερμένο από επιστήμες, όπως η πληροφορική και οι επιστήμες υγείας, το νέο παράδειγμα θέλει αρχικά τον κοινωνικό επιστήμονα και στη συνέχεια τον ιστορικό, το γλωσσολόγο, τον αρχαιολόγο να προάγουν τη γνώση ως μέλη ομάδας. Το μεγάλο πλεονέκτημα του νέου παραδείγματος είναι ότι ενθαρρύνει τη διεπιστημονική σύνθεση των ερευνητικών ομάδων. Ειδικά στην περίπτωση της αρχαιολογίας, η οποία στην περίπτωση της ανασκαφικής δράσης, αποτελεί εφαρμοσμένη επιστήμη, η συνεργατική διεπιστημονική διαδικασία χρονολογείται ήδη από τις συστηματικές ανασκαφές του 19ου αιώνα.
Σε παλιότερο DHt(r)ip έχει γίνει λόγος για τα παιχνίδια που εισάγουν τους παίκτες σε έννοιες σχετικές με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Στο παρόν ενημερωτικό δελτίο παρουσιάζονται όψεις από το πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας μέσα από ερευνητικά project για τη διερεύνηση αρχαίων επιτραπέζιων παιχνιδιών, με τη συμβολή των νέων τεχνολογιών, καθώς και τη συμμετοχή σε επιτραπέζια παιχνίδια. Μέσα από την έρευνα και την παιγνιώδη διάθεση αναδεικνύονται ζητήματα που σχετίζονται με την αρχαιολογική έρευνα και τη μουσειολογία, ενώ παράλληλα δίνονται κίνητρα και ιδέες, ώστε να αυξηθεί το ενδιαφέρον για τους αυτούς επιστημονικούς κλάδους.
Η αναζήτηση βιβλιογραφικών αναφορών αποτελεί ένα από τα κύρια ζητήματα της ερευνητικής κοινότητας. Ο ολοένα αυξανόμενος όγκος της βιβλιογραφικής παραγωγής δημιούργησε την ανάγκη δημιουργίας βιβλιογραφικών βάσεων δεδομένων, στις οποίες καταχωρίζονται τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών. Σήμερα, η έλευση των νέων τεχνολογιών προσφέρει νέες δυνατότητες στις έντυπες αυτές βιβλιογραφικές βάσεις με ψηφιακά εργαλεία τα οποία επιτρέπουν στον ερευνητή να διαχειριστεί το πλήθος των βιβλιογραφικών αναφορών με τρόπους που προηγουμένως δεν ήταν εφικτοί.
Το Ψηφιακό Μουσείο Νέας Σμύρνης στοχεύει να ιχνηλατήσει τη σύνθετη ιστορική πορεία από την ίδρυση της πόλης της Σμύρνης στα παράλια της Μικράς Ασίας μέχρι τη δημιουργία της Νέας Σμύρνης στην Αθήνα μετά από την εκδίωξη των ελληνορθόδοξων και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Αυτή η δυναμική ξενάγηση στον χρόνο, μαζί με τις επιμέρους ιστορίες που τη συνοδεύουν, αρθρώνεται σε μια σειρά από εκθέματα που στηρίζονται σε ψηφιακό και ψηφιοποιημένο υλικό. Επεξηγηματικά κείμενα, εικόνες, φωτογραφίες, βίντεο, ηχητικά αρχεία και διαδραστικές πολυμεσικές εφαρμογές αξιοποιούνται για να παρουσιάσουν την πολυμορφία της ιστορίας της Σμύρνης και της ευρύτερης περιοχής, και για να αφηγηθούν τη γένεση και την εξέλιξη της Νέας Σμύρνης.
Μα είναι τόσο έξυπνο; Αρχές Μαρτίου του 2023 ο ριζοσπάτης διανοητής και διεθνούς φήμης γλωσσολόγος Noam Chomsky έδινε τη δική του απάντηση σε άρθρο του στους NewYorkTimes. Αφορμή, η φρενίτιδα που προκάλεσε η κυκλοφορία του ChatGPΤ, του γλωσσικού μοντέλου και διεπαφής συνομιλίας της OpenAI: «Με δεδομένα την έλλειψη ηθικών αρχών, τα ψευδοεπιστημονικά θεμέλια και τη γλωσσολογική ανικανότητα αυτών των συστημάτων, μόνο να γελάμε ή να κλαίμε μπορούμε με τη δημοτικότητά τους».
Ωστόσο, λίγες μόνο μέρες αργότερα μετά τα επιτιμιτικά σχόλια του N. Chomsky, στις 14 Μαρτίου 2023, η ΟpenAI επανήλθε δριμύτερη παρουσιάζοντας την προαναγγελθείσα εξελιγμένη έκδοση του μοντέλου, το GPT-4. Kαι αν ο N. Chomsky έχει δίκιο καταδεικνύοντας τους περιορισμούς της τεχνητής νοημοσύνης, συγκρινόμενης με τον τρόπο που αναπτύσσει συλλογισμούς και παράγει γλώσσα ο άνθρωπος, τα υπερισχυρά γλωσσικά μοντέλα, όπως το GPT-4, μιμούνται τόσο πειστικά την ανθρώπινη ευφυΐα που σε αφήνουν ενεό.
Author: Lorella Viola, Research Associate in Linguistics and Digital Humanitiesat the Luxembourg Centre for Contemporary and Digital History (C2DH), University of Luxembourg
Αυτό το βιβλίο ανοικτής πρόσβασης αμφισβητεί τη σύγχρονη σημασία του σημερινού μοντέλου παραγωγής γνώσης. Υποστηρίζει ότι η πλήρης ψηφιοποίηση της κοινωνίας, η οποία επιταχύνθηκε απότομα από την πανδημία COVID-19, έχει προσθέσει ακραία πολυπλοκότητα στον κόσμο, εκθέτοντας πειστικά την ανεπάρκεια του σημερινού μας μοντέλου δημιουργίας γνώσης. Αντιμετωπίζοντας πολλούς από τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η πραγματικότητα έχει μετασχηματιστεί από την τεχνολογία – τη διάχυτη υιοθέτηση των μεγάλων δεδομένων, τη φετιχοποίηση των αλγορίθμων και της αυτοματοποίησης και την ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης και της έρευνας – η Viola εξετάζει πώς η άκαμπτη εννοιολόγηση στη διαίρεση και τον ανταγωνισμό των επιστημονικών κλάδων είναι συνυπεύθυνη για την προώθηση μιας αφήγησης που έχει αντιστοιχίσει τις υπολογιστικές μεθόδους με την ακρίβεια και την ουδετερότητα, ενώ στιγματίζει τη συνείδηση και την κριτικότητα ως φορείς προκαταλήψεων και ανισότητας. Με επίκεντρο τις ανθρωπιστικές επιστήμες, η συγγραφέας ανιχνεύει τα σχίσματα στο πεδίο μεταξύ των ανθρωπιστικών επιστημών, των ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών και των κριτικών ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών∙ αυτά είναι ενσωματωμένα, όπως υποστηρίζει, σε παλιούς διχασμούς: επιστήμες vs ανθρωπιστικές επιστήμες, ψηφιακές vs μη ψηφιακές και αυθεντικές vs μη αυθεντικές. Μέσα από την ανάλυση προσωπικών περιπτώσεων χρήσης και τη διερεύνηση ποικίλων εφαρμοσμένων πλαισίων, όπως οι πρακτικές ψηφιακής κληρονομιάς, η ψηφιακή γλωσσική αδικία, ο κρίσιµος ψηφιακός αλφαβητισµός και η κρίσιµη ψηφιακή οπτικοποίηση, το βιβλίο δείχνει έναν τρίτο τρόπο: τη δηµιουργία γνώσης στα ψηφιακά.