Χώρος διαλόγου για τις Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Σπουδές

DH t(r)ip της Παρασκευής_44 | Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες και Ψηφιακή Ιστορία της Τέχνης: Ένα νέο ερευνητικό πεδίο

Η Ψηφιακή Ιστορία της Τέχνης (Digital Art History) αποτελεί μια υποπεριοχή των Ψηφιακών Ανθρωπιστικών Επιστημών (Digital Humanities). Τι ονομάζουμε όμως Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες; Το American Council of Learned Societies το 2006 διατύπωσε έναν ορισμό περί ψηφιακής επιστημονικής έρευνας (Digital Scholarship) στις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, αλληλοεμπλέκονται διαδικασίες που αφορούν αφενός τη συγκρότηση ψηφιακών βάσεων δεδομένων και αφετέρου την ψηφιακή ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων με σκοπό την παραγωγή νέας επιστημονικής γνώσης. Με βάση αυτόν τον σχηματικό ορισμό, η Ιστορία της Τέχνης εφαρμόζει αυτές τις διαδικασίες στο δικό της πεδίο έρευνας εργαζόμενη προς δύο κατευθύνσεις οι οποίες αντιστοιχούν στη διάκριση μεταξύ ψηφιοποιημένης και ψηφιακής Ιστορίας της Τέχνης.

Η πρώτη κατεύθυνση αφορά τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών εργαλείων της Ιστορίας της Τέχνης από το PοwerPoint έως το Google Arts & Culture και τις εξαιρετικά διαδεδομένες πλέον εικονικές περιηγήσεις μουσείων και εκθέσεων, όπως η εικονική περιήγηση της τρέχουσας έκθεσης Jean Dubuffet: Un barbare en Europe. Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται και η ψηφιακή ανάπτυξη των τεκμηριωτικών και ιστοριογραφικών πρακτικών της Ιστορίας της Τέχνης που σχετίζονται με τη χρήση  ψηφιακών αρχείων και διαδικτυακών λεξικών, όπως το λεξικό όρων Ιστορίας της Τέχνης της Tate. Η πρώτη αυτή κατεύθυνση που περιγράφηκε ως εδώ, συνιστά την ψηφιοποιημένη (digitized) Ιστορία της Τέχνης και βασίζεται στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό εργαλείων με τα οποία η Ιστορία της Τέχνης υπήρξε παραδοσιακά εξοικειωμένη χρησιμοποιώντας τα στις μη ψηφιακές εκδοχές τους από τον προηγούμενο αιώνα (π.χ. προβολές διαφανειών, φωτογραφικές αναπαραγωγές έργων τέχνης, τηλεοπτικές εκπομπές με την παρουσίαση μουσείων ή καλλιτεχνών, επιτόπια αρχειακή έρευνα, έντυπα βιβλία κλπ.). Με άλλα λόγια, σε αυτήν την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια τεχνολογική μεταβολή που επί της ουσίας εκσυγχρόνισε ήδη υπάρχοντα εργαλεία χωρίς να επηρεάσει την ερευνητική μεθοδολογία ή τους σκοπούς της χρήσης τους.

Η δεύτερη κατεύθυνση ψηφιακών εφαρμογών στο πεδίο της Ιστορίας της Τέχνης προτείνει νέα εργαλεία τα οποία εισάγουν νέες μεθοδολογικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Σε αυτήν τη δεύτερη κατεύθυνση, μπορούμε σχηματικά να διακρίνουμε δύο διακλαδώσεις: Μία πρώτη που αξιοποιεί τα εργαλεία της ψηφιακής τεχνολογίας σε ερευνητικές και σωστικές διαδικασίες με σκοπό την τεκμηρίωση των ίδιων των καλλιτεχνικών έργων και μία δεύτερη η οποία χάριν της παραγωγής ερευνητικών αποτελεσμάτων εστιάζει στη συστηματική συσσώρευση ενός μεγάλου όγκου ‒ετερόκλητων συχνά‒ ψηφιακών δεδομένων. Αυτή η τελευταία διακλάδωση θα λέγαμε ότι συμπυκνώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τις αλλαγές που χαρακτηρίζουν το νέο ερευνητικό πεδίο της ψηφιακής Ιστορίας της Τέχνης επειδή για πρώτη φορά εισάγει έναν παράγοντα που στο πλαίσιο της παραδοσιακής μεθοδολογίας των ανθρωπιστικών επιστημών ‒στις οποίες ανήκει και η ιστορία της τέχνης‒ είχε αφεθεί στο περιθώριο. Πρόκειται για τον ποσοτικό παράγοντα, ο οποίος τώρα αναβαθμίζεται ερμηνευτικά ως ειδικό χαρακτηριστικό των DH, παραγκωνίζοντας την ποιοτική επεξεργασία επιλεγμένων δεδομένων στη βάση σύνθετων και από τα πριν σχηματισμένων ερευνητικών υποθέσεων. Αυτή η ερευνητική μετατόπιση από την ποιότητα στην ποσότητα ορίζει και την ανάδυση της ψηφιακής Ιστορίας της Τέχνης ως νέου ερευνητικού πεδίου. Κι αυτό, επειδή ακριβώς προϋποθέτει την ψηφιακή τεχνολογία ως αναγκαίο όρο του, δίχως τον οποίο οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις που το συγκροτούν θα ήταν πρακτικά ανέφικτες.


Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ανάδειξης του ποσοτικού παράγοντα σε βασικό ερμηνευτικό εργαλείο της ψηφιακής Ιστορίας της Τέχνης είναι και αυτή του ερευνητικού προγράμματος “A Network Framework of Cultural History 600 BC-2012 CE” το οποίο υλοποιήθηκε από την ομάδα του Γερμανού ιστορικού της τέχνης Maximilian Schich, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Texas. Από ένα τεράστιο δείγμα 150.000 ατόμων (επονομαζόμενων ως «εξέχοντα πρόσωπα») για τα οποία συλλέχθηκαν δεδομένα από διάφορες ηλεκτρονικές αλλά και έντυπες πηγές, προέκυψε ένα διάγραμμα όπου ο τόπος γέννησης (με μπλε χρώμα) και ο τόπος θανάτου (με κόκκινο χρώμα) των προσώπων καταδεικνύει σχήματα μετακινήσεων στον ευρωπαϊκό χώρο. Στη βάση αυτής της στατιστικής επεξεργασίας προέκυψαν μια σειρά από συμπεράσματα.

Συμπέρασμα πρώτο: Εστιάζοντας στον χώρο των εικαστικών τεχνών κατά τον 18ο αιώνα διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι από τους αρχαιοδίφες και τους καλλιτέχνες (μέρος του δείγματος των «εξεχόντων προσώπων») οι οποίοι έζησαν αυτή την περίοδο, παρ ότι γεννήθηκαν σε διαφορετικά σημεία της Ευρώπης, πέθαναν σε συγκεκριμένες πόλεις της ηπείρου.

Συμπέρασμα δεύτερο: Τούτο σημαίνει ότι οι πόλεις αυτές λειτούργησαν ως σταθεροί πόλοι έλξης για μακρά χρονικά διαστήματα. Το συμπέρασμα αυτό μοιάζει βεβαίως αναμενόμενο. Ίσως πιο ενδιαφέρον, όπως τονίζει η ίδια η ερευνητική ομάδα, είναι το ότι ενώ κατά τον 19ο αιώνα ο καλλιτεχνικός πληθυσμός αυξάνεται και πολλαπλασιάζονται οι τοποθεσίες όπου γεννιούνται τα συγκεκριμένα άτομα του δείγματος, η κίνηση προς τους παραδοσιακούς πόλους έλξης όπου πεθαίνουν όχι μόνο δεν μειώνεται από τον 18ο στον 19ο αιώνα αλλά, αντιθέτως, αυξάνεται. Συνεπώς, τα παραδοσιακά κέντρα διατηρούν και αυτή την περίοδο αμείωτη την ισχύ τους.

Συμπέρασμα τρίτο: Ο μέσος όρος της χιλιομετρικής απόστασης μεταξύ του τόπου γέννησης και του τόπου θανάτου των «εξεχόντων προσώπων» του δείγματος δεν αυξάνεται δραματικά στο σύνολο των νεότερων χρόνων, της εποχής μας συμπεριλαμβανομένης· από 214 χιλιόμετρα που είναι τον 14ο αιώνα φθάνει τα 382 χιλιόμετρα τον 21ο αιώνα, δηλαδή ούτε καν διπλασιάζεται (με εξαίρεση βέβαια τις μακράς κλίμακας μετακινήσεις που οφείλονται στην αποικιοποίηση). Εν συντομία, τόσο η φορά της κίνησης όσο και ο ρυθμός της κινητικότητας (τουλάχιστον ως προς τη μόνιμη εγκατάσταση) των ανθρώπων στον κόσμο μας είναι δύο παράμετροι που παραμένουν περισσότερο σταθερές από όσο συνήθως πιστεύουμε.

Πρόκειται λοιπόν για συμπεράσματα τα οποία θα ήταν δύσκολο να εξαχθούν χωρίς τη χρήση ψηφιακών εργαλείων ποσοτικής ανάλυσης. Ωστόσο, η ποσοτική συσσώρευση δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως μια απολύτως ουδέτερη και αμιγώς μη ερμηνευτική διαδικασία, καθώς το κριτήριο μέσω του οποίου επιλέγει κανείς τι θα συσσωρεύσει αποτελεί ήδη παράμετρο ερμηνείας. Εκείνο λοιπόν που έχει σημασία να υπογραμμισθεί είναι ότι η ψηφιακή Ιστορία της Τέχνης δεν συγκεντρώνει απλώς δεδομένα αλλά εμπλέκεται και σε ερμηνευτικές διαδικασίες. Και εδώ, οι παραδοσιακές μέθοδοι της Ιστορίας της Τέχνης παραμένουν όχι απλώς χρήσιμες αλλά απολύτως απαραίτητες.


Συνεργάτες: Ομάδα της ΑΣΚΤ DARIAH-GR/ΔΥΑΣ
Επιμέλεια: Γεράσιμος Χρυσοβιτσάνος

Comments are closed.