H Ψηφιακή Ιστορία της Τέχνης και η μέθοδος της ανάλυσης δικτύων (network analysis)
Η Ψηφιακή Ιστορία της Τέχνης, δηλαδή ο κλάδος της Ιστορίας της Τέχνης που βασίζεται στην χρήση και αξιοποίηση των νέων εργαλείων της ψηφιακής τεχνολογίας, μετρά αισίως μια εικοσαετία ζωής τείνοντας μάλιστα τα τελευταία χρόνια να αυτονομηθεί από τον κορμό της παραδοσιακής Ιστορίας της Τέχνης και να καθιερωθεί θεσμικά (εντός των πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων) ως διακριτό ερευνητικό πεδίο. Αν μέχρι πρόσφατα η επαφή της Ιστορία της Τέχνης με την ψηφιακή τεχνολογία αφορούσε κατά κύριο λόγο το επίπεδο της συλλογής, ψηφιοποίησης και ταξινόμησης εικόνων αλλά και κειμενικών τεκμηρίων μέσω της συγκρότησης ειδικών βάσεων δεδομένων καλλιτεχνικού περιεχομένου, σήμερα αυτή η συνύπαρξη τείνει να γίνει πιο δυναμική με την ψηφιακή τεχνολογία να έχει πλέον διεισδύσει στον ίδιο τον ερευνητικό πυρήνα της Ιστορίας της Τέχνης ανοίγοντας χώρο σε νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις.
Στην κατηγορία αυτών των νεοεμφανιζόμενων μεθόδων που στηρίζονται στις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας μεταβάλλοντας τον παραδοσιακό προσανατολισμό της έρευνας, ανήκει η μέθοδος της ανάλυσης δικτύων (network analysis) η οποία τα τελευταία χρόνια φαίνεται να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος βρίσκοντας εφαρμογή σ’ ένα πλήθος ερευνητικών προγραμμάτων Ιστορίας της Τέχνης σε Ευρώπη και Αμερική.
Η μέθοδος της ανάλυσης δικτύων αφορά την μέτρηση και γραφική απεικόνιση των σχέσεων ή των ροών που αναπτύσσονται ανάμεσα σε ανθρώπους, ομάδες ανθρώπων ή γενικά μονάδων που λειτουργούν ως φορείς γνώσης-πληροφορίας. Ειδικά στην περίπτωση της Ιστορίας της Τέχνης, η ανάλυση δικτύων αφορά την ποσοτική διερεύνηση των σχέσεων που διαμορφώνονται μεταξύ των ιστορικών συντελεστών της καλλιτεχνικής δημιουργίας είτε πρόκειται για μεμονωμένα υποκείμενα (καλλιτέχνες, διανοούμενοι, συλλέκτες, παραγγελιοδότες), οργανωμένους φορείς (καλλιτεχνικοί θεσμοί, μουσεία, γκαλερί, εκθέσεις) ή ακόμα και τα ίδια τα έργα τέχνης. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες αντιμετωπίζονται ως «κόμβοι» γύρω και μέσω των οποίων διαρθρώνονται σχέσεις επικοινωνίας, ανταλλαγής, και αλληλεπίδρασης οι οποίες μπορούν να μετρηθούν με ποσοτικούς δείκτες πυκνότητας των σχέσεων ή κεντρικότητας της θέσης του εκάστοτε συντελεστή εντός του δικτύου. Τέτοιου είδους αναλύσεις γίνονται εφικτές χάρη στην ψηφιακή επεξεργασία και διασύνδεση ενός μεγάλου όγκου δεδομένων τα οποία ενίοτε φαντάζουν εκ πρώτης όψεως ασύνδετα, ετερόκλητα ή και περιθωριακά στα μάτια της παραδοσιακής έρευνας. Εν αντιθέσει με τις παραδοσιακές μεθόδους Ιστορίας της Τέχνης οι οποίες συνηθίζουν να εστιάζουν στην ποιοτική ανάλυση συνεκτικών και καταφανώς αλληλοσυσχετιζόμενων θεωρητικών υποθέσεων οι οποίες λόγω των πρακτικών δυσκολιών που επιβάλλει ο όγκος των δεδομένων μπορούν να διερευνηθούν μόνο σε περιορισμένη κλίμακα, η μέθοδος της ανάλυσης δικτύων επιτρέπει μια πιο «ολιστική» ανάγνωση σύνθετων δεδομένων στην βάση των συγκεκριμένων και μετρήσιμων ποσοτικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τον συσχετισμό τους. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι δυνατόν να αναδείξει αφανείς σχέσεις και άγνωστες ιεραρχίες οι οποίες δεν μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτές από την σκοπιά μιας αυστηρά ποιοτικής και αναγκαστικά εστιασμένης –ως προς το εύρος των δεδομένων της– έρευνας.
Χριστίνα Δημοπούλου, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών