DH στην Ελλάδα: μια ουσιαστική πρόκληση για τις ανθρωπιστικές σπουδές ή ένας ακόμη υπό ίδρυσιν επιστημονικός τομέας;
Έχοντας την επίγνωση ότι οι σκέψεις που σκοπεύω να μοιραστώ με τους αναγνώστες του blog δεν κομίζουν κάτι το νέο, εντούτοις επιχειρώ να συμβάλω ανοίγοντας στην καλύτερη περίπτωση μια συζήτηση, μέσω της οποίας –και με τη συνδρομή των συναδέλφων–, να αναδειχθούν οι ανάγκες της έρευνας στις ανθρωπιστικές επιστήμες και να προταθούν ιδέες που θα μπορούσαν να αναδείξουν ή και να θεραπεύσουν επί μέρους πτυχές του ζητήματος.
Χωρίς αμφιβολία, τα ψηφιακά εργαλεία προσφέρουν σήμερα πολύτιμη βοήθεια στον ερευνητή στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει και να διαχειριστεί –έως ένα βαθμό– το υλικό που χρειάζεται για την έρευνά του. Ψηφιακές βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων, ηλεκτρονικές εκδόσεις επιστημονικών περιοδικών, πλήθος μητρώων που παρέχουν μεταδεδομένα ή πολλές φορές αυτούσιο το πρωτογενές υλικό σε ψηφιακή μορφή, οντολογίες και θησαυροί όρων, που διασφαλίζουν στοχευμένες αναζητήσεις στις μαρτυρίες προσφέρονται άμεσα στον ερευνητή και συμβάλλουν σημαντικά στην εξοικονόμηση πόρων αλλά και χρόνου στη διεξαγωγή της έρευνας.
Ασφαλώς, οι υποδομές και οι υπηρεσίες που έχουν ήδη αναπτυχθεί και προσφέρονται στην ερευνητική κοινότητα εξασφαλίζουν την ενημέρωση των μελών της πάνω στις τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις στην έρευνά του, προσφέρουν πλούσιο υλικό για τη διδασκαλία αλλά και συμβάλλουν στην εξοικείωση των φοιτητών με τη μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας (συγκέντρωση, διαχείριση και ταξινόμηση του πρωτογενούς υλικού και της βιβλιογραφίας).
Ισχύει, ωστόσο, το ίδιο με την διεξαγωγή βασικής έρευνας; (Ενδεικτικά συμπεριλαμβάνω τη διδακτορική, μεταδιδακτορική έρευνα, το έργο των μελών ΔΕΠ και των Ερευνητικών Κέντρων). Για να προσεγγίσουμε το ερώτημα, δίδω εδώ δύο από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της βασικής έρευνας: (α) την πρωτοτυπία, και (β) την εστίαση σε τομείς υψηλής εξειδίκευσης. Και ασφαλώς, προϊόντα της έρευνας θεωρούνται συνήθως (α) η διατύπωση νέων ερωτημάτων, (β) η αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα, (γ) η αναθεώρηση των θέσεων που έχουν διατυπωθεί, (δ) η τεκμηρίωση νέων θεωρήσεων.
Ασφαλώς, κάθε πρωτότυπη έρευνα που στοχεύει σήμερα σε απτά αποτελέσματα προϋποθέτει τη διεπιστημονική προσέγγιση, δια της οποίας εκ των πραγμάτων εισάγονται νέες παράμετροι στην «παραδοσιακή διαχείριση του υλικού» και φωτίζονται νέες πτυχές των υπό εξέταση ζητημάτων. Όμως, τις περισσότερες φορές, η διεπιστημονικότητα περιορίζεται εντός των τειχών των ανθρωπιστικών επιστημών· άλλωστε τέτοιου είδους συνεργασίες είναι ευκολότερα διαχειρίσιμες, καθώς τα μέλη των ερευνητικών ομάδων κατανοούν τις μεθοδολογικές αρχές μεταξύ όμορων επιστημονικών κλάδων. Έτσι, η συνδρομή ψηφιακών μεθόδων και εργαλείων στην έρευνα –τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο– δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της σύγχρονης έρευνας. Εργαλεία παραμετροποίησης του υλικού, ποσοτικοποίησης των κριτηρίων, μοντελοποίησης και στατιστικές αναλύσεις δεδομένων, αφίστανται από τη βασική έρευνα σε παραδοσιακούς τομείς των ανθρωπιστικών επιστημών (φιλολογία, αρχαιολογία, φιλοσοφία, ιστορία), με εξαιρέσεις ίσως τις κοινωνικές επιστήμες, την ψυχολογία και τη γλωσσολογία.
Από τη μια πλευρά οι μελετητές των ανθρωπιστικών επιστημών δεν εμπιστεύονται –όταν δεν κατανοούν– τα ψηφιακά εργαλεία, κι απ’ την άλλη η υψηλή εξειδίκευση σε επιμέρους τομείς της έρευνας ενδεχομένως καθιστά πρακτικά ασύμφορο το σχεδιασμό ή/και την παραμετροποίηση εργαλείων και ψηφιακών μεθόδων αποκλειστικά και μόνο για την διεξαγωγή κάθε έρευνας. Το κυριότερο, ωστόσο, κατά την εκτίμησή μου, είναι η απουσία ουσιαστικής συζήτησης, πάνω σε μια καθορισμένη και ευρεία ατζέντα θεμάτων, μεταξύ εκπροσώπων των τομέων Ανθρωπιστικών Επιστημών από τη μια, και της Πληροφορικής από την άλλη, με σκοπό, αφενός οι πληροφορικοί που σχεδιάζουν τα εργαλεία να παρακολουθούν τη συνθετική προσέγγιση των μελετητών στις ανθρωπιστικές σπουδές, αφετέρου οι δεύτεροι να χρησιμοποιούν –αν όχι να εμπιστεύονται– τις τεχνικές αναλύσεις των μαρτυριών που οι πληροφορικοί αναπτύσσουν, τουλάχιστον ως παράλληλων μηχανισμών επαλήθευσης των ευρημάτων ή των πορισμάτων τους.
Είναι, επίσης, αναγκαίο να καταγραφούν οι ανάγκες σε ψηφιακά εργαλεία, μεθόδους και πρακτικές εντός του πλαισίου των ανθρωπιστικών σπουδών. Χωρίς αμφιβολία, τα μέλη του ΔΥΑΣ μπορούν να διαδραματίσουν διαμεσολαβητικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς διαθέτουν τόσο την αναγκαία επιστημονική κατάρτιση στα επιμέρους πεδία των ανθρωπιστικών σπουδών, όσο και τη γνώση και την εμπειρία στο σχεδιασμό και τη χρήση των ψηφιακών εργαλείων.
Ασφαλώς, σε επόμενη φάση θα μπορούσε να συζητηθεί η εξέταση από τους εκπροσώπους των ανθρωπιστικών επιστημών των μεθοδολογικών προτύπων και των μεθόδων που η επιστήμη της πληροφορικής αναπτύσσει κατά το σχεδιασμό συστημάτων ανάλυσης δεδομένων. (Ας μην παραβλέπουμε ότι δράσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται.) Ενδεχομένως, ερευνητικές εργασίες σε αυτό το πλαίσιο να έδιναν ώθηση ανοίγοντας νέους ορίζοντες σε παραδοσιακούς κλάδους των ανθρωπιστικών σπουδών. Και ποιος ξέρει; Ίσως η καλλιέργεια αμοιβαίας κατανόησης να μετουσιωθεί σε συνέργειες που θα διαμορφώσουν αποτελεσματικότερα μεθοδολογικά μοντέλα και βέλτιστες πρακτικές με απτά ερευνητικά αποτελέσματα προς όφελος της επιστημονικής κοινότητας. Έτσι ίσως, τα DH αποτελέσουν πρόκληση για τις ανθρωπιστικές σπουδές, κι όχι να καταγραφούν απλώς ως ένας νέος, αμφιλεγόμενος, επιστημονικός τομέας «εντός εκτός κι επί τα αυτά» των Humanities.
Θερμές ευχαριστίες στους συναδέλφους Ηράκλειτο Σουγιουλτζόγλου και Χρήστο Χατζημιχαήλ για τις εύστοχες παρατηρήσεις τους.
Χρήστος Τερζής, Ομάδα DARIAH-GR – Ακαδημία Αθηνών